συγκόβ(γ)ω

συγκόβ(γ)ω
Ν
(στον Ερωτόκρ.) βλ. συγκόπτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκόπτω — ΝΜΑ, και συγκόβ(γ)ω και συγκόφτω Ν [κόπτω] 1. κόβω σε μικρά τεμάχια 2. μικραίνω λέξη ή ήχο με συγκοπή νεοελλ. 1. κόβω, κυρίως ύφασμα, για να φτειάξω φόρεμα («η μια συγκόβγει, σα θωρώ, κι η άλλη τά τροπώνει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «συγκόβ(γ)ει ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”